ἐκτυπῶ

ἐκτυπῶ
ἐκτυπόω
model
pres subj act 1st sg
ἐκτυπόω
model
pres ind act 1st sg
ἐκτυπόω
model
pres subj act 1st sg
ἐκτυπόω
model
pres ind act 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • εκτυπώνω — και εκτυπώ ( όω) (AM ἐκτυπῶ) αποτυπώνω πάνω σε μια επιφάνεια κάτι έτσι ώστε να προεξέχει σαν ανάγλυφο νεοελλ. τυπώνω έντυπο με το τυπογραφικό πιεστήριο μσν. 1. διαμορφώνω 2. αναπαριστάνω αρχ. 1. μορφώνω, σχηματίζω, διατυπώνω 2. μέσ. ἐκτυποῡμαι… …   Dictionary of Greek

  • προεκτυπώνω — προεκτυπῶ, όω, ΝΜΑ [ἐκτυπῶ] νεοελλ. εκτυπώνω, εκδίδω διά τού τύπου κάτι πριν από κάτι άλλο (μσν. αρχ.) δίνω μορφή, μορφοποιώ προηγουμένως …   Dictionary of Greek

  • συνεκτυπώ — όω, Α [ἐκτυπῶ] αποτυπώνω μαζί …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”